Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχά
στοναχέω
View word page
στομφός
high-sounding, bombastic, bragging

ShortDef

high-sounding, bombastic, bragging

Debugging

Headword:
στομφός
Headword (normalized):
στομφός
Headword (normalized/stripped):
στομφος
IDX:
81928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81929
Key:

Data

{'content': 'high-sounding, bombastic, bragging'}