Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχά
View word page
στομφαστικός
mouth filling
ShortDef
mouth filling
Debugging
Headword:
στομφαστικός
Headword (normalized):
στομφαστικός
Headword (normalized/stripped):
στομφαστικος
IDX:
81927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81928
Key:
Data
{'content': 'mouth filling'}