Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
View word page
στόμφαξ
a mouther, ranter
ShortDef
a mouther, ranter
Debugging
Headword:
στόμφαξ
Headword (normalized):
στόμφαξ
Headword (normalized/stripped):
στομφαξ
IDX:
81925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81926
Key:
Data
{'content': 'a mouther, ranter'}