Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
View word page
στομφάζω
to mouth, rant, vaunt

ShortDef

to mouth, rant, vaunt

Debugging

Headword:
στομφάζω
Headword (normalized):
στομφάζω
Headword (normalized/stripped):
στομφαζω
IDX:
81924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81925
Key:

Data

{'content': 'to mouth, rant, vaunt'}