Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
View word page
στομόω
to muzzle
ShortDef
to muzzle
Debugging
Headword:
στομόω
Headword (normalized):
στομόω
Headword (normalized/stripped):
στομοω
IDX:
81923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81924
Key:
Data
{'content': 'to muzzle'}