Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
View word page
στομοκοπέω
maxillo

ShortDef

maxillo

Debugging

Headword:
στομοκοπέω
Headword (normalized):
στομοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
στομοκοπεω
IDX:
81922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81923
Key:

Data

{'content': 'maxillo'}