Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
View word page
στόμιον
mouth, cavity, bridle-bit

ShortDef

mouth, cavity, bridle-bit

Debugging

Headword:
στόμιον
Headword (normalized):
στόμιον
Headword (normalized/stripped):
στομιον
IDX:
81920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81921
Key:

Data

{'content': 'mouth, cavity, bridle-bit'}