Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
View word page
στομίζομαι
take with the mouth

ShortDef

take with the mouth

Debugging

Headword:
στομίζομαι
Headword (normalized):
στομίζομαι
Headword (normalized/stripped):
στομιζομαι
IDX:
81919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81920
Key:

Data

{'content': 'take with the mouth'}