Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνταναγιγνώσκω
ἀντανάγω
ἀνταναίρεσις
ἀνταναιρετέος
ἀνταναιρετικός
ἀνταναιρέω
ἀντανάκλασις
ἀντανακλασμός
ἀντανάκλαστος
ἀντανακλάω
ἀντανακοπή
ἀντανακόπτω
ἀντανακράζω
ἀνταναλαμβάνω
ἀνταναλίσκω
ἀντανάλυσις
ἀνταναλύω
ἀνταναμένω
ἀνταναπαύομαι
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
View word page
ἀντανακοπή
recoil
ShortDef
recoil
Debugging
Headword:
ἀντανακοπή
Headword (normalized):
ἀντανακοπή
Headword (normalized/stripped):
αντανακοπη
IDX:
8191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8192
Key:
Data
{'content': 'recoil'}