Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
View word page
στόμαχος
a mouth, opening
ShortDef
a mouth, opening
Debugging
Headword:
στόμαχος
Headword (normalized):
στόμαχος
Headword (normalized/stripped):
στομαχος
IDX:
81917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81918
Key:
Data
{'content': 'a mouth, opening'}