Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
View word page
στομαχικός
of the stomach

ShortDef

of the stomach

Debugging

Headword:
στομαχικός
Headword (normalized):
στομαχικός
Headword (normalized/stripped):
στομαχικος
IDX:
81916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81917
Key:

Data

{'content': 'of the stomach'}