Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
View word page
στομαχέω
stomachor
ShortDef
stomachor
Debugging
Headword:
στομαχέω
Headword (normalized):
στομαχέω
Headword (normalized/stripped):
στομαχεω
IDX:
81914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81915
Key:
Data
{'content': 'stomachor'}