Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
View word page
στοματουργός
word-making

ShortDef

word-making

Debugging

Headword:
στοματουργός
Headword (normalized):
στοματουργός
Headword (normalized/stripped):
στοματουργος
IDX:
81912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81913
Key:

Data

{'content': 'word-making'}