Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
View word page
στοματοδιαστολεύς
surgical instrument used to keep the mouth open

ShortDef

surgical instrument used to keep the mouth open

Debugging

Headword:
στοματοδιαστολεύς
Headword (normalized):
στοματοδιαστολεύς
Headword (normalized/stripped):
στοματοδιαστολευς
IDX:
81911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81912
Key:

Data

{'content': 'surgical instrument used to keep the mouth open'}