Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
στομίζομαι
View word page
στόμαργος
busy with the tongue, loud-tongued
ShortDef
busy with the tongue, loud-tongued
Debugging
Headword:
στόμαργος
Headword (normalized):
στόμαργος
Headword (normalized/stripped):
στομαργος
IDX:
81909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81910
Key:
Data
{'content': 'busy with the tongue, loud-tongued'}