Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στόμαχος
στομίας
View word page
στομαργία
endless talking

ShortDef

endless talking

Debugging

Headword:
στομαργία
Headword (normalized):
στομαργία
Headword (normalized/stripped):
στομαργια
IDX:
81908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81909
Key:

Data

{'content': 'endless talking'}