Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
View word page
στομαλγία
soreness of the mouth

ShortDef

soreness of the mouth

Debugging

Headword:
στομαλγία
Headword (normalized):
στομαλγία
Headword (normalized/stripped):
στομαλγια
IDX:
81906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81907
Key:

Data

{'content': 'soreness of the mouth'}