Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
View word page
στομαλγέω
have a sore mouth

ShortDef

have a sore mouth

Debugging

Headword:
στομαλγέω
Headword (normalized):
στομαλγέω
Headword (normalized/stripped):
στομαλγεω
IDX:
81905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81906
Key:

Data

{'content': 'have a sore mouth'}