Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
View word page
στομακάκη
a disease in which all the teeth fall out, scurvy of the gums

ShortDef

a disease in which all the teeth fall out, scurvy of the gums

Debugging

Headword:
στομακάκη
Headword (normalized):
στομακάκη
Headword (normalized/stripped):
στομακακη
IDX:
81904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81905
Key:

Data

{'content': 'a disease in which all the teeth fall out, scurvy of the gums'}