Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
View word page
στόμα
the mouth

ShortDef

the mouth

Debugging

Headword:
στόμα
Headword (normalized):
στόμα
Headword (normalized/stripped):
στομα
IDX:
81903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81904
Key:

Data

{'content': 'the mouth'}