Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
View word page
στόλος
an expedition; a voyage; equipment

ShortDef

an expedition; a voyage; equipment

Debugging

Headword:
στόλος
Headword (normalized):
στόλος
Headword (normalized/stripped):
στολος
IDX:
81902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81903
Key:

Data

{'content': 'an expedition; a voyage; equipment'}