Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
στοματικός
View word page
στολοδρομέω
sail in line
ShortDef
sail in line
Debugging
Headword:
στολοδρομέω
Headword (normalized):
στολοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
στολοδρομεω
IDX:
81900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81901
Key:
Data
{'content': 'sail in line'}