Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομαργία
στόμαργος
View word page
στολμός
equipment, raiment
ShortDef
equipment, raiment
Debugging
Headword:
στολμός
Headword (normalized):
στολμός
Headword (normalized/stripped):
στολμος
IDX:
81899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81900
Key:
Data
{'content': 'equipment, raiment'}