Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταναβιβάζω
ἀνταναβοάω
ἀνταναγιγνώσκω
ἀντανάγω
ἀνταναίρεσις
ἀνταναιρετέος
ἀνταναιρετικός
ἀνταναιρέω
ἀντανάκλασις
ἀντανακλασμός
ἀντανάκλαστος
ἀντανακλάω
ἀντανακοπή
ἀντανακόπτω
ἀντανακράζω
ἀνταναλαμβάνω
ἀνταναλίσκω
ἀντανάλυσις
ἀνταναλύω
ἀνταναμένω
ἀνταναπαύομαι
View word page
ἀντανάκλαστος
reciprocal

ShortDef

reciprocal

Debugging

Headword:
ἀντανάκλαστος
Headword (normalized):
ἀντανάκλαστος
Headword (normalized/stripped):
αντανακλαστος
IDX:
8189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8190
Key:

Data

{'content': 'reciprocal'}