Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
View word page
στολισμός
equipping, dressing

ShortDef

equipping, dressing

Debugging

Headword:
στολισμός
Headword (normalized):
στολισμός
Headword (normalized/stripped):
στολισμος
IDX:
81896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81897
Key:

Data

{'content': 'equipping, dressing'}