Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
View word page
στόλισμα
a garment, mantle
ShortDef
a garment, mantle
Debugging
Headword:
στόλισμα
Headword (normalized):
στόλισμα
Headword (normalized/stripped):
στολισμα
IDX:
81895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81896
Key:
Data
{'content': 'a garment, mantle'}