Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
στομακάκη
View word page
στόλισις
a clothing, dressing

ShortDef

a clothing, dressing

Debugging

Headword:
στόλισις
Headword (normalized):
στόλισις
Headword (normalized/stripped):
στολισις
IDX:
81894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81895
Key:

Data

{'content': 'a clothing, dressing'}