Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
στόμα
View word page
στολίς
a garment, robe

ShortDef

a garment, robe

Debugging

Headword:
στολίς
Headword (normalized):
στολίς
Headword (normalized/stripped):
στολις
IDX:
81893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81894
Key:

Data

{'content': 'a garment, robe'}