Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
στόλος
View word page
στόλιον
a scanty garment

ShortDef

a scanty garment

Debugging

Headword:
στόλιον
Headword (normalized):
στόλιον
Headword (normalized/stripped):
στολιον
IDX:
81892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81893
Key:

Data

{'content': 'a scanty garment'}