Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
στόλοκρος
View word page
στολίζω
to put in trim

ShortDef

to put in trim

Debugging

Headword:
στολίζω
Headword (normalized):
στολίζω
Headword (normalized/stripped):
στολιζω
IDX:
81891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81892
Key:

Data

{'content': 'to put in trim'}