Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
στολοδρομέω
View word page
στολιδωτός
hanging in folds

ShortDef

hanging in folds

Debugging

Headword:
στολιδωτός
Headword (normalized):
στολιδωτός
Headword (normalized/stripped):
στολιδωτος
IDX:
81890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81891
Key:

Data

{'content': 'hanging in folds'}