Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολμός
View word page
στολίδωμα
fold

ShortDef

fold

Debugging

Headword:
στολίδωμα
Headword (normalized):
στολίδωμα
Headword (normalized/stripped):
στολιδωμα
IDX:
81889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81890
Key:

Data

{'content': 'fold'}