Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταμφοδέω
ἀνταναβιβάζω
ἀνταναβοάω
ἀνταναγιγνώσκω
ἀντανάγω
ἀνταναίρεσις
ἀνταναιρετέος
ἀνταναιρετικός
ἀνταναιρέω
ἀντανάκλασις
ἀντανακλασμός
ἀντανάκλαστος
ἀντανακλάω
ἀντανακοπή
ἀντανακόπτω
ἀντανακράζω
ἀνταναλαμβάνω
ἀνταναλίσκω
ἀντανάλυσις
ἀνταναλύω
ἀνταναμένω
View word page
ἀντανακλασμός
reflexive sense

ShortDef

reflexive sense

Debugging

Headword:
ἀντανακλασμός
Headword (normalized):
ἀντανακλασμός
Headword (normalized/stripped):
αντανακλασμος
IDX:
8188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8189
Key:

Data

{'content': 'reflexive sense'}