Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
View word page
στολιδώδης
full of or like folds, wrinkled

ShortDef

full of or like folds, wrinkled

Debugging

Headword:
στολιδώδης
Headword (normalized):
στολιδώδης
Headword (normalized/stripped):
στολιδωδης
IDX:
81888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81889
Key:

Data

{'content': 'full of or like folds, wrinkled'}