Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοιχισμός
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
View word page
στολιδόομαι
to dress oneself in

ShortDef

to dress oneself in

Debugging

Headword:
στολιδόομαι
Headword (normalized):
στολιδόομαι
Headword (normalized/stripped):
στολιδοομαι
IDX:
81887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81888
Key:

Data

{'content': 'to dress oneself in'}