Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στοιχικός
στοιχισμός
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
View word page
στολίδιον
leather jerkin
ShortDef
leather jerkin
Debugging
Headword:
στολίδιον
Headword (normalized):
στολίδιον
Headword (normalized/stripped):
στολιδιον
IDX:
81886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81887
Key:
Data
{'content': 'leather jerkin'}