Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
View word page
στολάζομαι
array oneself in

ShortDef

array oneself in

Debugging

Headword:
στολάζομαι
Headword (normalized):
στολάζομαι
Headword (normalized/stripped):
στολαζομαι
IDX:
81882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81883
Key:

Data

{'content': 'array oneself in'}