Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
View word page
στολαγωγέω
lead an expedition

ShortDef

lead an expedition

Debugging

Headword:
στολαγωγέω
Headword (normalized):
στολαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
στολαγωγεω
IDX:
81881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81882
Key:

Data

{'content': 'lead an expedition'}