Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
View word page
στοιχώδης
in vertical rows
ShortDef
in vertical rows
Debugging
Headword:
στοιχώδης
Headword (normalized):
στοιχώδης
Headword (normalized/stripped):
στοιχωδης
IDX:
81880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81881
Key:
Data
{'content': 'in vertical rows'}