Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
View word page
στοιχούντως
conformably
ShortDef
conformably
Debugging
Headword:
στοιχούντως
Headword (normalized):
στοιχούντως
Headword (normalized/stripped):
στοιχουντως
IDX:
81879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81880
Key:
Data
{'content': 'conformably'}