Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
View word page
στοῖχος
a row
ShortDef
a row
Debugging
Headword:
στοῖχος
Headword (normalized):
στοῖχος
Headword (normalized/stripped):
στοιχος
IDX:
81878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81879
Key:
Data
{'content': 'a row'}