Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοιχειωτικός
στοιχειωτός
στοιχευτής
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
στολάρχης
στολάς
στολή
View word page
στοιχίζω
to set a row of poles with nets

ShortDef

to set a row of poles with nets

Debugging

Headword:
στοιχίζω
Headword (normalized):
στοιχίζω
Headword (normalized/stripped):
στοιχιζω
IDX:
81875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81876
Key:

Data

{'content': 'to set a row of poles with nets'}