Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοιχειωματικοί
στοιχείωσις
στοιχειωτής
στοιχειωτικός
στοιχειωτός
στοιχευτής
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολάζομαι
View word page
στοιχητέον
one must agree with

ShortDef

one must agree with

Debugging

Headword:
στοιχητέον
Headword (normalized):
στοιχητέον
Headword (normalized/stripped):
στοιχητεον
IDX:
81872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81873
Key:

Data

{'content': 'one must agree with'}