Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στοιχειώδης
στοιχείωμα
στοιχειωματικοί
στοιχείωσις
στοιχειωτής
στοιχειωτικός
στοιχειωτός
στοιχευτής
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
View word page
στοιχηδόν
in a row
ShortDef
in a row
Debugging
Headword:
στοιχηδόν
Headword (normalized):
στοιχηδόν
Headword (normalized/stripped):
στοιχηδον
IDX:
81870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81871
Key:
Data
{'content': 'in a row'}