Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοιχειόω
στοιχειώδης
στοιχείωμα
στοιχειωματικοί
στοιχείωσις
στοιχειωτής
στοιχειωτικός
στοιχειωτός
στοιχευτής
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοῖχος
στοιχούντως
View word page
στοιχηγορέω
to tell in regular order

ShortDef

to tell in regular order

Debugging

Headword:
στοιχηγορέω
Headword (normalized):
στοιχηγορέω
Headword (normalized/stripped):
στοιχηγορεω
IDX:
81869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81870
Key:

Data

{'content': 'to tell in regular order'}