Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στοβάζω
στοβέω
στόβος
στοιβάζω
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοιχάδες
στοιχαδίτης
στοιχάς
στοιχειακός
στοιχειογραφέω
στοιχειοκράτωρ
στοιχεῖον
στοιχειόω
στοιχειώδης
View word page
στοιβοειδής
loose, porous
ShortDef
loose, porous
Debugging
Headword:
στοιβοειδής
Headword (normalized):
στοιβοειδής
Headword (normalized/stripped):
στοιβοειδης
IDX:
81850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81851
Key:
Data
{'content': 'loose, porous'}