Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
στοιβάζω
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοιχάδες
στοιχαδίτης
στοιχάς
στοιχειακός
στοιχειογραφέω
στοιχειοκράτωρ
στοιχεῖον
στοιχειόω
View word page
στοιβηδόν
crammed in
ShortDef
crammed in
Debugging
Headword:
στοιβηδόν
Headword (normalized):
στοιβηδόν
Headword (normalized/stripped):
στοιβηδον
IDX:
81849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81850
Key:
Data
{'content': 'crammed in'}