Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταμελέω
ἀνταμοιβά
ἀνταμοιβή
ἀνταμύνομαι
ἀνταμφοδέω
ἀνταναβιβάζω
ἀνταναβοάω
ἀνταναγιγνώσκω
ἀντανάγω
ἀνταναίρεσις
ἀνταναιρετέος
ἀνταναιρετικός
ἀνταναιρέω
ἀντανάκλασις
ἀντανακλασμός
ἀντανάκλαστος
ἀντανακλάω
ἀντανακοπή
ἀντανακόπτω
ἀντανακράζω
ἀνταναλαμβάνω
View word page
ἀνταναιρετέος
to be struck off

ShortDef

to be struck off

Debugging

Headword:
ἀνταναιρετέος
Headword (normalized):
ἀνταναιρετέος
Headword (normalized/stripped):
ανταναιρετεος
IDX:
8184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8185
Key:

Data

{'content': 'to be struck off'}