Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
στοιβάζω
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοιχάδες
στοιχαδίτης
στοιχάς
στοιχειακός
στοιχειογραφέω
στοιχειοκράτωρ
στοιχεῖον
View word page
στοιβή
a plant used for stuffing
ShortDef
a plant used for stuffing
Debugging
Headword:
στοιβή
Headword (normalized):
στοιβή
Headword (normalized/stripped):
στοιβη
IDX:
81848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81849
Key:
Data
{'content': 'a plant used for stuffing'}