Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στλεγγύς
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
στοιβάζω
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοιχάδες
στοιχαδίτης
στοιχάς
στοιχειακός
στοιχειογραφέω
στοιχειοκράτωρ
View word page
στοιβαστός
packed, pressed together

ShortDef

packed, pressed together

Debugging

Headword:
στοιβαστός
Headword (normalized):
στοιβαστός
Headword (normalized/stripped):
στοιβαστος
IDX:
81847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81848
Key:

Data

{'content': 'packed, pressed together'}